- ρεζίστρ
- Νμουσ. α) (για την ανθρώπινη φωνή) η περιοχή τονικού ύψους, χαμηλή ή υψηλή, αλλά και το διαφορετικό ηχόχρωμα που προκύπτει από την κάθε είδους μεταχείριση και επιφορά τηςβ) (για τα διάφορα μουσικά όργανα) η έκταση και το ηχόχρωμά τουςγ) (κατ' επέκτ.) κουμπιά ή έμβολα, καθένα από τα οποία συνδέει ολόκληρο ή τμήμα τού πληκτρολογίου ενός εκκλησιαστικού ή ηλεκτρονικού οργάνου, τσέμπαλου κ.λπ., με μία συστοιχία αυλών ή με τις αντίστοιχες ηχοπαραγωγές πηγές, που έχουν ενιαίο ηχόχρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. registe «έκταση τής φωνητικής κλίμακας» (< λατ. regestus τού ρ. regero «καταγράφω, εγγράφω»)].
Dictionary of Greek. 2013.